Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2005

Anat0λu


Είπες: - θα ξενιτευθώ.

'Αδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο.
«Μόνον τ’ απαραίτητα» είπα.*


Την πύλη του Αδριανού θα πά' να ιδώ.
Κινάω.
Εκεί από κάτου θα γείρω ν' αποκοιμηθώ
μές στα χαλάσματα της πολυμάστου
της βυζάχτρας
κι αγρίμι πού 'ναι
Παρθένος. όπου
λέοντες, ταύροι, γρύπες,
πάνθηρες, αλάφια και βόδια
προσκυνούν σε

αναζητάω
τα χνάρια κάτω ανάγλυφα στο πλακόστρωτο πως
την μαρμάρινη οδό λοξεύουνε
για τα πορνεία. οττω τις εραται...**

'Αδειασα και ξαναγέμισα τον ταξιδιωτικό μου σάκο.
«Μόνον τ’ απαραίτητα» είπα.*


---------------
* Γράφοντας κάπου, ο Ελύτης, για του καθενός τσ’ αγάπες
** πριν απ’ όλους της Ψάπφας


Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2005

Χαβιάρι κανείς παιδιά;


'Εχω μείνει ακόμη να κοιτώ σε προηγούμενο post την ρήση του μακρυνού lazopolis με την επιστημοσύνη που τον διακρίνει: Η Θρησκεία είναι χόμπυ. Συμφώνησα. Καβάλησα το καλάμι, άνοιξε το σουσάμι και μού ‘δειξε σχετικό ντοκυμαντέρ με τους λαούς στο Καρακορούμ και τα Κουενλούνια εκ της πολλής χιόνος αποκλεισμένους να σώζουν την ώρα τους βυθισμένοι στο χόμπι τους. Είναι το μόνο που μπορεί να τους κρατήσει συντροφιά, αποκλεισμένοι στα υψίπεδα και τις χαράδρες. Αν δεν είχανε τη θρησκεία τους ο χειμώνας δεν θα έβγαινε. Από τη ρήση αυτή πιάστηκα που με εντυπωσίασε. Ασυναίσθητα ανέσυρα από τα βάθη της θλίψης μου κι έφερα μπροστά-μπροστά στα μάτια του ταξειδιάρη νού μου, τις δύο εκείνες συνεντεύξεις στο ΤΕΤΑΡΤΟ, ανάμεσα 1978 και 1984 -δεν μπορώ να θυμηθώ με ακρίβεια πότε- με τους χαρακτηριστικούς τίτλους: Ο Θεός είναι σαν το καλό χαβιάρι & Ο Θεός είναι σαν ηρωΐνη δωρεάν. Δυό δυνατές τζουρίτσες για όσους ζητούν ακόμη την νηφάλιο μέθη και την ησυχία στου Εξηκία τα πινάκια. (Ο άνθρωπος που πήρε αυτές τις δύο συνεντεύξεις είναι γνωστός και ακόμη έχει πέραση στις μέρες μας, μον’ το όνομά του δεν θα αποκαλύψω και θα ήθελα να μην τον αποκαλύψει κι όποιος τις θυμηθεί. 'Ε, ας μείνει κάτι να μάς συνέχει μυστικά...). Μα, αν κάποιος έχει πρόχειρα τα κείμενα αυτά ας μπεί στον κόπο να μού τα στείλει να τα ξανα-ματα-χαρώ. Μεταξύ άλλων αναφέρεται: τα μακρυά μαλλιά είναι συναισθήματα, όχι τα γένεια... Χαβιάρι κανείς παιδιά;


Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2005

σfιζοφρενείαs το ανάγνωσμα


τω losTromω με αgάπη



Η σχιζοφρένεια είναι η προσπάθεια της ύπαρξης προς την αυτοϋπέρβασή της, είναι η προσπάθεια υπέρβασης του θανάτου, η πάλη ενάντια στο Μηδέν...

Η σχιζοφρένεια γίνεται έτσι ο καθρέφτης όπου η ανθρώπινη ύπαρξη βλέπει τον ιδρώτα του Προσώπου της στην προσπάθειά της να προχωρήσει.

Το απροσωποποιημένο σχιζοφρενικό "είναι" πεθαίνοντας τη ζωή του, υπάρχοντας μέσα στην ανυπαρξία του Μηδενός, καθίσταται η προσωποποίηση της προσπάθειας της υπάρξης να επιβεβαιώσει την παρουσία της.


Η ΤΡΕΛΗ ΣΚΕΨΗ μέσω του μαρτυρίου της καθίσταται η μαρτυρία της ανθρώπινης ανάστασης που βίωσε οδυνηρά την πτώση της.

Η απροσωποποιημένη σχιζοφρενής ύπαρξη προσωποποιώντας

την ελευθερία της ανθρώπινης ιστορικότητας, ενσαρκώνει το λόγο της πεπερασμένης συνάμα και
αιώνιας

συνείδησης

σαν ένα ατελεύτητο ορόσημο στην απρόσωπη οδύνη του Είναι. Στην προσωπική μοναξιά του καθενός.

Σχιζοφρένεια είναι το σημαινόμενο της αγάπης.




ΦΩΤΗΣ ΚΑΓΓΕΛΑΡΗΣ, Η διαδικασία της απροσωποποίησης στη σχιζοφρένεια, 1988β.

Εγχειρίδιο που μελετούν οι σπουδαστές των ΤΕΙ Αθηνών. Αν κανείς διεισδύσει στο απροσπέλαστο της διατύπωσης θα βρεί ακριβώς σ’ αυτήν το ζητούμενο της αgάπης.Μιλώντας για την σχιζοφρένεια, τον καθρέφτη και την τρελή σκέψη...


Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2005

ολόγιομο με δυό πουτάνες


τούτα τα ξημερώματα μεσούντος του Οκτωβρίου πάντα κι ερωτευμένο εγώ μές στην υγρασία τη πολλή και το κρυούτσικο που είναι το σκοτάδι κι είναι (θ’ αλλάξει η ώρα και θα δείς) να περπατώ μόνος πια απόκαμα της πόλεως τους δρόμους θέλω ξημερώματα και με πρωϊνό φεγγάρι νιώθω που βυθίζομαι μέσα σε νέφη της δροσιάς της πάχνης και μιάς υγρής αχνάδας που φτάνει ίσαμε ψηλά τα πενταόροφα και μού ξυπνά ο κρυούτσικος αέρας το κοιμισμένο απ’ την αγρύπνια το τρεχαλητό κυνήγι πρόσωπον της ηδονής χθες λές τό ‘δες ολόγιομο ήταν το φεγγάρι μα τέτοια πάντα εποχή θυμάσαι πού ‘σουν παιδί και ‘γώ να κάνω πιάτσα γωνία Βουκουρεστίου είπες κέντρο της Αθήνας πώς έτρεχα με το που έσκαγε το φώς και ρόδιζε πίσω ο Υμηττός τρελλός να βγώ απέναντι μή χάσω το ολόγιομο βασιλικό φεγγάρι τάληρ’ ολοστρόγγυλο μές στην Ερμού ως γέρνει δίσκος μεγέθης φυλακίζεται φράζει σού λέω απά να πιάνει της Καπνικαρέας την κεραμοσκεπή και ‘γώ να του πετάω πέτρες εκεί στα κεραμίδια ότι στάθηκε φεγγάρι αυτό πεσμένο εδώ στην περίκλειστη μες στις πολλωλογιώψηλες τις κατοικίες του Ερμού οδό να σημαδεύει το Αιγάλεω πέρα τις γρίζες τις πλαγιές κι είπες πως με είδες νταβατζή σε δυό πουτάνες


Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2005

.ψ.


Σκοντάφτει κανείς σ' όλα όσα δεν καταλαβαίνει, ονομάζοντάς τα ψέμα. 'Οταν σκοντάψεις μιά και καλή, τότε ανταμώνεις το αρχικό Ψ στη λέξη Ψυχή, που ξεπερνά το ιδιωτικό σχήμα και τον κόσμο κατοικεί. * (Ν.Γ.Π. ξανά)


Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2005

τα πειστήρια


για το θείο τραγί ...'κεί μέσα στον πύργο:


'Ωστε μιά νύχτα δε βάσταξα. έριξα γοργό βλέμμα στις λεύκες. το παράθυρο ήταν του μεσαίου πατώματος. τα δέντρα είχαν κλαδευτεί προς το μέρος του σε τρόπο που να μήν τού σφαλνάνε τη θέα. τα κομμένα μπράτσα τους όμως ακουμπούσαν απάνω του. Σαλτάρισα λοιπόν προς το ύψος καθώς μιά φορά στη Σουμάτρα όταν κυνηγούσα μαϊμούδες, και σε λιγάκι ήμουν δυό δυόμισυ μέτρα αλάργα της. Κάθονταν μπρός στο πιάνο της κ' έβλεπα το προφίλ της να λάμπει. έπαιζε μια σερενάτα του Σούμπερτ: λάιζε φλέχεν μάϊνε λίϊντερ ντούρχ ντί νάχτ τσού ντίρ ιν ντέν στίλλεν χάϊν χερνίϊντερ... "Τί σού είναι ο έρωτας - μούχε ειπωμένο ο επιστάτης. ξέρεις από τί την αγάπησε; απ' τα δάχτυλα. απ' τα δάχτυλά της τα ωραία. Καθώς το πιάνο της βούιζε, αυτά φτερακάγαν στα κόκκαλα. οι βούλες των κόμπων τους, των νυχιών η στιλπνότη, εκείνο τους το πικάντικο πέταγμα πάνω στα πλήχτρα του πιάνου τον ξετρελλάναν τον Κύριο".


Δρασκέλισα το ζωνάρι του τοίχου και πιάστηκα στην αχτινοσιδεροστιά του παράθυρου. Αυτή σιγοτραγουδούσε και τόπαιζε. σ' αυτό το δύσκολο έργο μου με σιγοντάριζε φίνα. το γλυκοκελαδητάκι του πιάνου της με κείνο το μουρμουρητό των χειλιών της, μούδιναν ένα τέμπο στις σκέψεις μου. σαν να μού διηγόσαν τα τρίστρατα -το γυρί-γυρί των κόσμων- τα ντίγκι ντίγκ της διάβαιναν. Κ' εγώ δεν είχα παρά να δρασκελίσω και νάμπω!


...Μόλις μέ είδε αναστέναξε. έκαμε σαν πεταλούδα πιασμένη. 'Αχ! και μού δείχνει το στήθος της. εκεί την πονούσε! 'Αχ, ξανάκαμε κ' έτρεμε. έλεγες πως μόνο τα άχ της κατοικούσαν στο σώμα της. Το βλέμμα της είχε τη λάμψη τής τρέλλας. Είχε στριφογυρίσει το κάθισμα με τις πλάτες στο πιάνο κ' ήταν έτσι -όπως έφρισσε- σάν 'να όμορφο ζώο στριμωγμένο στην κοίτη του.


-Μά τί διάολο της κάνω, δεν υπάρχουν μπαλτάδες δώ μέσα; Αυτή έχασκε σαν πετρωμένη στη θέση της. ήταν το βλέμμα της χαύνο. Σχεδόν άκουα της συνείδησής της τούς χτύπους!


-Δεν ακούς, της ξανακάνω εγώ. χάθκε μιά καραμπινιά με λυκόσκαγα; κοιταζόμαστε μόνο. σάς λέω, τίποτ' άλλο...


-'Αμποτες τής λέω να φώναζες. μα έλα που μ' έχει απαρνηθεί μένα ο διάολος και με διεκδικούν οι αγγέλοι; νάχα ριχτεί καμιάς δούλας σου, τώρα θάταν ο πύργος στο πόδι και δε σού λέω πολύ, το λιγότερο θα με κάνανε σάπιο. ενώ εδώ πάλι η τύχη μου σκάλωσε, με το να φοβάσαι το σκάνταλο, το κοτσομπολιό, τον αφέντη.


Της έριξα ένα βλέμμα τράγου και τα ρουθούνια μου μίληγαν. βαρβατίλας εβρώμαγα. ήμουν το θείο τραγί! μέεεε... Δέ μέ βρίζεις τουλάχιστο; Και μ' ένα τής μύτης μου φύσημα σβένω τη λάμπα. Τότε τήν έπιασα. Είχε κατιτίς το μοιραίο η σμίξη μας. ένιωθα να σπαράζει το σώμα της κ' εγώ στάθκα γοργός και χτηνώδης. Πέρασε μέσαθέ της ο πόθος μου σα σφοδρός άνεμος μές' σε θεοσκότεινη νύχτα. μόνο κάτι λυγμοί την ετίναζαν. όταν την άφησα -χάμω εκεί πά στο πάτωμα- ήταν βαριά σάν 'να πτώμα...




Το καταθέτω πλήρως ορθογραφημένο στου μαΐστορος τη δόξα, για να χωρέσει στις αράδες ετούτες όλη η μουσικότητα του κειμένου όπως ακριβώς τό έγραψε. ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ είναι. Κι εγώ κοντά του. Σκύλος.

(ο γερμανός στίχος λέει: Σιγανή ικεσία τα τραγούδια μου μέσ' από τη νύχτα φτάνουν στο σιωπηλό άλσος κάτω).


Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2005

έκτακτο παράρτημααααααααα


'Ερωτας από Διαδικτύου



Ο Χοιροβοσκός και το θείον Τραγί



τό... κάνανε!



'Οχι, θ' αφήνανε.



-----
Υ.Γ. Στο ζητούμενο εδωδά link http://xoirovoskos. blogspot.com/2005/10/blog-post_13.html, το οποίο σήμερα, 1 Ιουλίου 2010, δεν υφίσταται, είχε αναρτηθεί στις 13 Οκτωβρίου 2005 (και ώρα 00:12) το κάτωθι post συνοδευόμενο από τρία σχόλια, όπου και παρέπεμπα τότε. Το αντιγράφω σήμερα εδωδά για να γίνει κατανοητή η πρώτη μου αναφορά. Ο ίδιος.


To Θείο τραγί – Γιάννης Σκαρίμπας

Ως ανύποπτος καθόμαν, ήρθαν όλα μι' αντάρα
οι ήρωές-μου κι οι στίχοι-μου — φιόρα-μου όλα πλατύφυλλα —,
κάθε μια της ζωής-μου ήταν — κει — στραβομάρα,
κάθε γκάφα-μου ή τύφ-λα...


Ο Γιάννης Σκαρίμπας κάνει την πρώτη επίσημη εμφάνισή του στα πνευματικά πράγματα το 1929, με τη συμμετοχή και βράβευσή του σε διαγωνισμό διηγήματος που προκήρυξε το περιοδικό Ελληνικά Γράμματα.

Το Θείο Τραγί εκδίδεται το 1932 και είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Σκαρίμπα. Πρόκειται για ένα έργο που χαρακτηρίζεται από το στοιχείο της ανατροπής, της αντισυμβατικότητας και της αντιηρωικής διάθεσης. Έχει προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων του με τίτλο Καημοί στο Γριπονήσι, που εκδόθηκε το 1930. Ο ήρωας του μυθιστορήματος Το Θείο Τραγί ονομάζεται Γιάννης, όπως και ο συγγραφέας. Είναι ένας αστός που διάλεξε να είναι περιπλανώμενος αλήτης, έχοντας διακόψει κάθε δεσμό με το οικογενειακό του περιβάλλον. Αρνείται την κοινωνία και τους θεσμούς της, ενώ παράλληλα, έχει γνώση της ιδιαιτερότητάς του, με αποτέλεσμα να μην αποδέχεται τους άλλους αλλά ούτε και αυτοί εκείνον. Η μόνη λύση που του απομένει είναι η φυγή.

Κάποια στιγμή στη διάρκεια της περιπλάνησής του φτάνει σε ένα μύλο και τον φιλοξενεί ο μυλωνάς, ο οποίος τον ρωτάει διάφορα πράγματα για τη ζωή του, αλλά λαμβάνει αόριστες απαντήσεις από μέρους του. Φεύγοντας απ’ το μύλο και καθώς περιπλανιέται στην ανοιξιάτικη φύση, συναντά κάποιους χωρικούς, οι οποίοι τον ρωτούν αν ξέρει που βρίσκεται το τσιφλίκι του Μάλωση και εκείνος τους δίνει εσκεμμένα λανθασμένες πληροφορίες, για να χάσουν το δρόμο τους και να ταλαιπωρηθούν.

Καθώς πέφτει το σούρουπο, ο Γιάννης φτάνει στο σπίτι του Μάλωση, που έχει ιδιόρρυθμο σχέδιο και θυμίζει μεσαιωνικό πύργο. Εκεί συναντά έναν υπηρέτη, που προσφέρεται να τον φιλοξενήσει στην κάμαρά του. Ο υπηρέτης προσφέρει φαγητό στο Γιάννη και τον πληροφορεί σχετικά με τη ζωή των ιδιοκτητών του σπιτιού. Τού λέει ότι τα μοναδικά προβλήματα που τους απασχολούν είναι η διανομή της γης που ζητάει η κυβέρνηση, και το γεγονός ότι δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Παράλληλα, μαθαίνουμε ότι η γυναίκα του Μάλωση υπήρξε παλιά ερωμένη του Γιάννη.

Έπειτα, ο Μάλωσης προσλαμβάνει τον ήρωα ως ιπποκόμο του, κι αυτός αναλαμβάνει την περιποίηση των ζώων του στάβλου. Ανταποκρίνεται με συνέπεια και γνώση στα καθήκοντά του, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του αφεντικού του. Ταυτόχρονα, συναντά τη γυναίκα του Μάλωση, καθώς έχει αναλάβει την φροντίδα του αλόγου, που εκείνη ιππεύει.
Κάποια μέρα ο Γιάννης επιχειρεί να βοηθήσει την Μάλωση να κατέβει απ’ το άλογό της, κι εκείνη τον αποδιώχνει και τού φέρεται με άσχημο τρόπο κρίνοντας τη στάση του προσβλητική γι’ αυτήν. Στη συνέχεια ο Μάλωσης καλεί τον ήρωα στο γραφείο του ζητώντας του εξηγήσεις σχετικά με το τι είχε συμβεί ανάμεσα σε κείνον και τη γυναίκα του. Λίγο αργότερα κυκλοφορούν φήμες στον «πύργο» ότι ο αφέντης κάνει έντονες σκηνές ζηλοτυπίας στη γυναίκα του. Ενώ συμβαίνουν όλα αυτά, ένα βράδυ ο ήρωας ανεβαίνει απ’ το μπαλκόνι στο δωμάτιο της Μάλωση και συνευρίσκεται ερωτικά μαζί της.

Κείνες τις μέρες μια φοράδα του στάβλου γεννά ένα πουλάρι κι ο Γιάννης αφήνει να εννοηθεί ότι η πατρότητά του ανήκει στον Μάλωση, λόγω της εξωτερικής, όπως ισχυρίζεται, ομοιότητας του πουλαριού με τον αφέντη του «πύργου». Ταυτόχρονα, για να διασκεδάσει κάθε υποψία του αφεντικού του απέναντί του, αρχίζει να προσποιείται τον θεοσεβούμενο και ενάρετο άνθρωπο. Τούτο έχει ως αποτέλεσμα να πεισθεί ο Μάλωσης ότι έχει να κάνει με έναν άγιο άνθρωπο.

Προς το τέλος του μυθιστορήματος, η Μάλωση, που δεν μπορούσε να κάνει παιδιά, έχει μείνει έγκυος ενώ παράλληλα, η σχέση της με τον άντρα της ομαλοποιείται. Ο Γιάννης αισθανόμενος ότι έχει ολοκληρώσει το έργο του φεύγει απ’ τον «πύργο». Ως δικαιολογία προβάλλει το ότι πρέπει να κάνει κάποια εγχείρηση, γιατί έχει πρόβλημα στα γεννητικά του όργανα, πράγμα που τον εμποδίζει να παντρευτεί την κοπέλα που αγαπάει. Ο Μάλωσης τον συμπονάει και συγκινημένος τον αφήνει να φύγει δίνοντάς του ένα χρηματικό ποσό για την εγχείρηση.

Ο Mario Vitti, μας πληροφορεί ότι «Το μυθιστόρημα Το Θείο Τραγί είναι γραμμένο πριν εφαρμοστούν στην Ελλάδα εκφραστικοί τρόποι που έχουν για στόχο την ανατροπή της παραδοσιακής διατύπωσης, και σ’ ένα διάστημα όπου ο υπερρεαλισμός δεν έχει παραγάγει τη συνειρμική σύνθεση του λόγου». Ο ίδιος συμπληρώνει ότι «Ο ήρωας στο Θείο Τραγί είναι ένας «αρνητικός» ήρωας, με την έννοια ότι για να τον πλάσει ο Γιάννης Σκαρίμπας ανέτρεψε ορισμένα συμβατικά αστικά προσόντα».

Επιπλέον, στο Θείο Τραγί απαντάται παρωδιακή χρήση του εκκλησιαστικού λόγου. Ο λόγος για τον οποίο ο συγγραφέας επιλέγει να παρωδήσει τα χριστιανικά κείμενα, αφορά στο ιδεαλιστικό και πνευματικό τους περιεχόμενο, που τα τοποθετεί -όμοια όπως και το ρομαντισμό- στο χώρο του «υψηλού». Τη σχέση, άλλωστε, ανάμεσα στο χριστιανισμό και το ρομαντισμό επισημαίνουν αρκετοί από τους οπαδούς του ρομαντισμού.
Ειδικότερα, η παρωδία του εκκλησιαστικού λόγου εμφανίζεται κυρίως προς το τέλος του μυθιστορήματος, όταν ο Γιάννης αποφασίζει να προσποιηθεί τον θεοσεβούμενο. Έτσι, παρωδείται η εκκλησιαστική γλώσσα, καθώς και αποσπάσματα από εκκλησιαστικά κείμενα. Η ειρωνική χρήση του χριστιανικού λόγου από μέρους του ήρωα, καθώς και τα νέα συμφραζόμενα που συνοδεύουν τα συγκεκριμένα αποσπάσματα, συμβάλλουν στη σατιρική λειτουργία της παρωδίας στα σημεία αυτά.

Πιο συγκεκριμένα, στην αρχή του Ζ' κεφαλαίου παρωδείται ένα κείμενο των εξορκισμών. Ο ήρωας αποφασίζει να εξορκίσει το Σατανά από τη ζωή του με τον ακόλουθο τρόπο:
«Ξόρκιζα με τον απήγανο, και σταύρωνα με το αλάτι, έλεγα: “εξορκίζω σε τον αρχέκακον της βλασφημίας, τον αρχηγόν της ανταρσίας και αυτουργόν της πονηρίας” και λιβάνιζα, “εξορκίζω σε τον εκριφθέντα εκ της άνω φωτοφορίας και σκότει βυθού κατενεχθέντα δια την έπαρσιν” κ’ έφτυνα, “ορκίζω σε πνεύμα ακάθαρτον κατά θεού Σαβαώθ και πάσης στρατιάς αγγέλων θεού, Αδωνάι, Ελωί, έξελθε και αποχώρησον από του σταύλου μας τούτου” και τράβαγα τη μύξα μου απάνω του, “φοβήθητι, φύγε, δραπέτευσον, αναχώρησον, δαιμόνιον ακάθαρτον και εναγές, καταχθόνιον, βύθιον, απατηλόν, άμορφον” και γύριζα και τον έκλανα.»

Υ.Γ. Και αν με ρωτήσετε που το βρήκα θα σας απαντήσω ότι και ο Δ. Καμπούρογλου στον Κ.Θ. Δημαρά, «Πριτς Δημαρά», «έκανα τριάντα χρόνια για να το βρω. Να κάνεις κι εσύ άλλα τόσα». Είπαμε η σχέση είναι τέχνη...


3 Σχόλια :

το θείο τραγί 16:22
Εντάξει το ομολογώ: με λένε Γιάννη και έκλανα.

Το καλλιτεχνικό μου είναι milon mallon (κάτι σα να φέρνει του Μυλωνά).

Δεν με αποκαλύψατε τώρα, αλλά ήδη κατ' εκείνον τον καιρό όταν κάμνατε την καταχώρηση εκείνη ότι τάχατες είχατε τσακωθεί με την αδελφή σας. Βέβαια, το κοινό μας, ανίδεο, μάς παρακολουθεί από κάμποσα μίλια και μιλιά δε βγάζει. (Αφού παίρνουν φτυχία χωρίς να σπουδάζουν, εμείς φταίμε;)

Η επόμενή μου καταχώρηση (και αφού ερμήνευσα το λογοποιόν περί των λέξεων που συνυπογράφουν τα postάκια μου) θα ήταν το σχετικό χωρίο με την οικοδέσποινα στον πύργο... του αυθεντικού τράγου! (σήμερα από τις εκδόσεις Νεφέλη, επιμελεία Κ.Κώστιου, 1993, σσ. 81-83).

Το θείο τραγί, όπως και σείς το ζορίσατε το πράμα, εμπαίζει τον κόσμο δίκην σαλού (εκείνου που εορτάζει την 21η Ιουλίου εκάστου έτους, του Συμεώνος, λέω, παρέα με τον κολλητό του, τον Ιωάννη) του 4ου πάνω-κάτω μ.Χ. αιώνος.

Παίρνετε, ξέρετε, καλόν βαθμό αν και δεν προχωρήσατε στο να αποκαλύψετε στην έντρομη μπλογκαρία -που χέστηκε να μάς παρακολουθεί- ότι (-ναί, ναί-) εγώ είμαι και η Greek Gay Lolita. Αυτή που συνάπτει και πούτσους σπαργανωμένους. 'Oπως μόνον η/o thalassa είχε την ευρύτητα (πνεύματος) να συμπεράνει.

Φυσικά, για ευνόητους λόγους, το χειρισθήκατε εξαίσια το θέμα, αφού τρέπετε την μπλογκαρία σε ανοιχτή πίστη στο περί μετεμψυχώσεως μύθευμα, και όχι στο να δεί το πασίδηλον: ότι το θείον τραγί είστε εσείς ο ίδιος!!! (-ναί, ναί, βέβαια, εσείς ο ίδιος. Γιατί να το κρύβουμε, άλλωστε;-).

Η τιμωρία σας, (όπως και ο ανώνυμος, ο εσχάτως λαλήσας στο παρελθόν σας post, μάς προκατέλαβε, ορεγόμενος την αάπη... άνευ γού) θα είναι... να απαλείφω στο εξής το "αγαπητέ" πρό του "Γεώργιε". Τούδε και εις το εξής αγαπημένον μου σάς ονομάζω.

Ούουουουφ, εραστή γύρευα, εραστή βρήκα. Από διαδικτύου.

Σαν ανώμαλα ρήματα αιστάνομαν ν' αλλάζουν ύφος και όψες οι σκέψεις! (του ιδίου).

Υ.Γ. Ετοιμάζω ταξείδι για την ‘Εφεσο. Πάμε;

Πρόοοοσχωμεν! Σεβντάς και μαντζόρε...

Υ.Γ.2 Μού άρεσε το: νεανίας. Και αφού το ρομαντικός ερμηνεύσατε, ρωτώ: Για μένα το λέτε; Μάλλον για εσάς τον ίδιο.

Χοιροβοσκός 19:20
Θείε Τραγί, γνωρίζετε την συμπάθεια και την εκτίμηση την οποία
τρέφω προς το προσωπό σας, εξάλλου λίγη σαλότητα δεν βλάπτει την πραγματικά σαλεμένη κατάσταση (διότι αν όλα ήσαν καλώς λίαν, η σαλότητα θα λεγόταν φυσικότητα).

Κάνετε πάρα πολύ καλά που κλάνετε, τουλάχιστον σείς και κάποιοι άλλοι δεν αρνούμαστε τις σχέσεις μας με τις μεθυλομερκαπτάνες και τις μεθυλοσουλ - φόλες.

Για τα φτυχία δεν ξέρω τι να σας πώ, έχω γνωρίσει καθηγητή Πανεπιστημίου ο οποίος εμέμφετο το Βυζάντιο ως Ελληνικό μεσαίωνα και τα λοιπά γνωστά περί σκοταδισμού, ενώ έφερε το επίθετον Παπαδόπουλος ( το οποίον είναι ότι πιο Βυζαντινό διατηρούμε στην Ελληνική κοινωνία, εις δόξαν των Βυζαντινών, όπως και το Ξανθόπουλος και εν γένει τα είς -όπουλος, θυμάστε τους ησυχαστές αδελφούς και δη τον Κάλλιστο Ξανθόπουλο) συνεπώς δε γνωρίζω από πού θα έπρεπε να αρχίσουμε να πετάμε καρύδια και πέτρες στα καμπαναριά...ή στα κεφάλια.

Το λοιπόν τα ονόματα ασκούν μια γοητεία επάνω μου, το παραδέχομαι, και αν με κάτι θάπρεπε να τρομάζει η μπλογκαρία είναι τα ονόματα τα οποία φέρει, άντε τώρα να εξηγήσεις στον άλλονε, τι έγραψε η Ρόζα Ιμβριώτη για τους πορνοβοσκούς και την Θεοδώρα του Ιουστινιανού.

Το θείο τραγί είμαι εγώ, ελάτε τώρα ...θείο τραγί είναι προσδιορισμός πλήθους, το οποίο όμως διάγει κατά μόνας, γι’ αυτό και ο Προφήτης παρεπονείτο εις τον Κύριο ότι είναι μόνος, όταν του απεκαλύφθη ότι υπήρχαν επτά χιλιάδες σαν και του λόγου του.
(Σημειώστε δε ότι την εποχή εκείνη με τους υπολογισμούς του Μπρωντέλ περίπου 20 εκατομμύρια ήταν ο πληθυσμός της Μεσογείου και του γνωστού κόσμου, φανταστείτε λοιπόν τι γένται σήμερα).

Ταξείδι στην Έφεσο; δεν ξέρετε τι ξυπνάτε μέσα μου…Μποντρούμ, Μποζμπορούν, Κετσί Μποκού, Γεσίλοβα, Ντάτσα, σεκέρ παρέ, ντονέρ,…

Είστε και νεανίας και ρομαντικός ότι και να λένε οι άλλοι (βλ. ο/η thalassa), μεταξύ
μας τι μας κόφτει, διότι όπως λέει και η λαική παροιμία... αν δε σ’ ήξερα κυρά thalassa…

Σας ασπάζομαι καλογέρικα, Ευ -λογείτε (να μιλάτε καλά όπως πάντοτε κάνετε).

Γεώργιος Νοταροκοραής

το θείο τραγί 21:39
Ολομόναχοι μαζί... μία άσκηση στους κινηματογράφους.
Ιωάννης Κάπο ντ' 'Ιστρια διά Γεώργιον σαλός.

Με την αγάπη μου (μεταξύ μοναχών επιδεινώνεται).



Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2005

για τις λέξεις είπανε...


ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ

'Αλλαξέ τους την πίστη

άρπαξ' τες απ' την ουρά

(ας στριγγλίζουν οι πουτάνες)

μαστίγωσέ τες,

βάλ' τους ζάχαρη στο στόμα

στις αχαλίνωτες,

φούσκωσέ τες σαν μπαλόνια, τρύπησέ τες,

ρούφηξέ τους αίμα και μεδούλι,

ξέρανέ τες (ευνούχισέ τες)

ποδοπάτησέ τες, πετεινέ δανδή,

στρίψ' τους το λαρύγγι, μάγειρα,

ξεπουπούλιασέ τες,

ξεκοίλιασέ τες, ταύρε,

βόδι, σύρε τες στο χώμα,

κάν' τες, ποιητή,

κάνε τες να καταπιούν

όλες τις λέξεις.



ΟΚΤΑΒΙΟ ΠΑΖ, από την συλλογή Puerta condenada (1938-1946), σήμερα στον τόμο: Η πέτρα του ήλιου & άλλα ποιήματα, ('Ικαρος 1993, μτφρ. Τάσος Δενέγρης)


*

"Υπάρχουν ποιητές του ουσιαστικού, που η τέχνη τους είναι σοφή και στεγνή, και που αγγίζουν απλώς την ακρίβεια της χορδής του νοήματος. Και υπάρχουν ποιητές του επιθέτου, δηλαδή καλλιτέχνες που τούς ενδιαφέρει να δημιουργήσουν σπινθήρες, δίνοντας, σε μιάν έννοια, προσδιορισμούς που δεν της ανήκουν. Ο Πάζ είναι ποιητής του ρήματος. Εδώ, όλα κινούνται... 'Ολα βρίσκονται εν βρασμώ...

Χθόνιος όσο και λάτρης του ήλιου, στραμμένος στον πιο ερμητικό πυρήνα της έκφρασης και ταυτόχρονα πιστός των επιφανειακών εκπλήξεων και των παιγνιδιών της μορφής, με μιά τάση να καλλιεργεί τις απόκρυφες και τις ερωτογενείς ζώνες της λογοτεχνίας καθώς και μια τεχνική που έχει την αφετηρία της στο σουρεαλισμό, για να γίνει στη συνέχεια εντελώς προσωπική χωρίς να χάσει την ελαστικότητα του να χειρίζεται εντυπώσεις οραματικών διαστάσεων, ο Πάζ είναι μελωδός μιάς ζωής που κατακλύζει τα πάντα σαν παλιρροϊκό κύμα".

Ευγένιος Αρανίτσης


Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2005

ευοί τραΐ, γιά τ'ρα ει ευάν ευοί


κάτι λίγο για κείνο το αναμαλλιασμένο παιδί με τα ρόδινα μάγουλα


Θάεο τον Βρομίου κεραόν τράγον, ως αγερώχως
όμμα κατά λασιάν γαύρον έχει γενύων,
κυδιόων ότι οι θάμ' εν oύρεσιν αμφί παρήδα
βόστρυχον εις ροδέαν Ναΐς έδεκτο χέρα.


Ξεφυλλίζοντας πριν από χρόνια μιά συλλογή (κυκλοφορούνε πιά πολλές) με αρχαία ελληνική ερωτική (που είναι συγχρόνως και θρησκευτική) ποίηση, μού είχε τραβήξει την προσοχή τούτο το λατρευτικό τετράστιχο που αινεί τον τράγο, σύμβολο του θεού Διονύσου, του και Βρομίου επονομαζομένου, αλλά και του Πάνα. Η βακχεία όλη στο περήφανο μάτι του και το δασύ του γένι. Κατάγεται από την ενδοχώρα που λάτρευσε ιδιαιτέρως τον τραγόμορφο θεό, τον Πάνα. Από την Αρκαδική Τεγέα, του 4ου π.Χ. αιώνα και είναι της Ανύτης (πατριωτάκι)...


Δές του Θεού Βρόμιου τον κερασφόρο τράγο, πόσο αγέρωχο
το περήφανο έχει μάτι του προς το δασύτριχο γένι του,
καμαρώνοντας που συχνά στα βουνά της παρειάς του
το βόστρυχο πιάνει η Ναΐδα στη ρόδινη απαλάμη της.

(εδώ, όπως εικονίζεται σε γραμματόσημο του 2003 από την γαλλική κτήση της Νέας Καληδονίας (μέγας ειρηνικός ωκεανός) ότε συνεορταζόταν και το έτος της κατσίκας για τους σινοτραφείς λαούς).


Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2005

είδησις


τη αυτή ημέρα ς' μηνός Οκτωβρίου

η αγία μάρτυς Ερωτηίς πυρί τελειούται.


Ερωτηΐδα πυρπολούσι παρθένον,
'Ερωτι Χριστού την προπυρπολουμένην.



(διακρίσει Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη...

Εγκώμιον σ' όσους μέθυσαν ποτέ με μία του σελίδα και γύρισαν σήμερα ξανά να γευθούν την ίδια μέθη).


Τετάρτη 5 Οκτωβρίου 2005

Οδός φιλερήμου αργολικής γαίης.


γλυκεία εις το κοίλον ήρωες και χορός θεοί και μάντεις από το τέλος αναζητούν την αρχή όταν εσύ την σήμερον ξανοίγης το ξένον και παράδοξον *

Η Επίδαυρος, ως χώρος, είναι οδός από μόνη της μυστική. Η γύρω αρχαιολογική σκαπάνη, η επίσκεψη και η μελέτη του, πριν την παράσταση, βοηθά να συναισθανθούμε τί πάνω-κάτω παίζεται εκεί από αιώνες ή, τί θα παιχτεί για μάς τώρα σε λιγάκι. Για μένα προσωπικά.

Είναι, ξέρετε μία θρησκεία, το αρχαίο θέατρο. Κι όπως χαρακτηριστικά το είπε και ο lazopolis σε πρόσφατο post του μιλώντας γενικά για τις θρησκείες:


Η θρησκεία είναι ένα χόμπυ.

...Συνέρχεται μία εκκλησία του λαού με θεραπευτικόν λόγο. Λόγος που παλεύει εντός μου μιάν θεραπεία.

Υπήρχε εκεί ολόκληρο σύστημα υποδοχής, εγκοιμήσεως, ασκήσεως μέχρι τελικής θεραπείας του ασθενούντος πληθυσμού. Εφόσον συναινούσε. Θυμηθείτε την Θόλο του Θεού με τα ιερά φιδάκια. 'Υστερα ήρθε το στάδιο για τους αγώνες. Και το κοίλον, στο βάθος, στην αγκαλιά του λόφου, που έμεινε μόνο του σήμερα να ιερουργεί, κρυφίως μέσα στη νύχτα, δίνοντας την αίσθηση, εν μέσω τριζονιών και των άστρων, της μετοχής δι' ελέου και φόβου στα δρώμενα.

γλυκεία ταξιδευτάδες την σήμερον και την αύριον με την ισοβύθιστον αργώ τη νύχτα μελετάμε τ’ άστρα και την ημέρα με πέτρες βαριές βουτάμε να μαζέψωμε το γιούσουρι *

Οι 'Ελληνες έδωσαν ρυθμό στον λόγο τους για να επιβληθούν μέχρι και σε αυτούς τους θεούς. Να τούς καλέσουν εν ρυθμώ και να τούς υποχρεώσουν εν χορώ να εισακούσουν τα κρίματά τους. Να τα δεχτούν σα νά ‘τανε δικά τους, για να λυτρωθούν, οι καψεροί, από το δαιμόνιο που ταλαιπωρούσε και ταλαιπωρεί τη ζωή τους. Δεν είναι και λίγο να στήνεις στα 10 μέτρα τους θεούς σου και να τούς τα... ψάλλεις! Ιδίως όταν με τα ίδια σου τα χέρια έχεις σφάξει την μάνα σου, τον πατέρα σου.

γλυκεία κινάμε τον ανάπλουν των χρόνων από τα μελλούμενα όταν από βαθύσκιες χαράδρες αντικρύζωμε στις κορυφές των ηλιακτίδων το φθάσιμον *

Το όλο σύστημα εγκατεστημένο στο βαθύ αργολικό δάσος, μακρυά από το άστυ, συμβάλλει στην θεραπευτική λειτουργία του. Είναι η έξοδος στην έρημο της υγρής αργολικής γής, έχοντας κατά πρόσωπον το αραχναίο, υψηλόν φράχτη και τέμπλον, να σού γνέφει, να σέ καλεί. Μάρτυς σου τ΄ άστρα, που πάνωθέ σου συνεχίζουν την αέναον κίνηση. Είναι τα ίδια. Τα ξέρεις πια.

γλυκεία θύμηση των χειρών και των οφθαλμών μας αποκτούν αιώνες ισόδενδροι της πρωτοσποράς ως είπες είναι της φιλερήμου τρυγόνος το φως *

Η έξοδος τούτη στην έρημο της λυτρώσεως, δεν διαφέρει πολύ από την κίνηση που παρατηρείται και σήμερα όταν γιορτάζει κάποιο ερημικό -τον υπόλοιπο χρόνο- ξωκλήσι. Σύσσωμο νεύει το χωριό. Με λουκουμάκι και άρτο.

& Να γιατί επιμένω -στο προηγούμενο post- στην επιστροφή εκείνη, μέσα στη νύχτα, αμέσως μετά την παράσταση... Επιστροφή μέσα από μιά μακρά οδό ώσπου να εκβάλλεις από την υγρή ερημιά της αργολικής γης στον ισθμό της κορινθίας. Επιστροφή κατα την οποία ο νούς συνεχίζει την δική του αέναον κίνηση εν μέσω άστρων στα νάματα του αρχαίου συμβάντος, που έρχεται να φωτίσει τον ίδιον. Αν δεν έχει στο νού του το φαγί(ν) της σαρκός. Μπόρεσε όμως η σύγχρονη παράσταση να σε χορτάσει
;


* Οι στίχοι εκ του Β.Ν. Μπόνου, ανάπλους.


Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2005

'Oμως θα πρέπει να εκπαιδευθεί και το κοινό...


'Οταν θαρθεί το καλοκαίρι
το φως κι ο αφρός
θάχουν μια τόση δύναμη κι αγάπη
που θα σηκώσουν σα φτερό στην επιφάνεια
το μολυβένιο απ’ τη βροχή κορμί-μου.

(Το τραυματισμένο φώς, Σταύρος Βαβούρης).



* Πάνε, λοιπόν, φύγαν οι βροχές; Τι ωραίος ο φετινός Σεπτέμβρης! Τόσο –απλά- φθινοπωρινός! Και λίγο κρύος ο Οκτώβρης τώρα. Κι ένα γύρω, διάφανα τα βουνά. Πότε, θυμάμαι, είχα να δώ την βροχή να πέφτει έτσι τόση πολλή, σα να μη μπορεί να κρατηθεί από πουθενά. Να πέφτει. Απλά να πέφτει. Για μέρες πολλές, μέρες σεπτεμβριανές...

Κοιτώ στο παράθυρο. Δεν βλέπω τίποτα. Είναι καθαρός ο ορίζοντας. 'Οσο να κάνω, όμως, να κατεβώ, να βγώ έξω στο δρόμο, η βροχή είναι εδώ. Πέφτει ξανά. Από το πουθενά.

* Ο ποιητής μές στη βροχή αναλογίζεται το καλοκαίρι, που θα ΄ρθεί. Εμείς, μόλις το αποχαιρετίσαμε. Κι εγώ ρίχνω μια τελευταία ματιά στις εφημερίδες του (καλοκαιριού) πριν πάρουν το δρόμο για την δική τους ανακύκλωση.

Επιλέγω ένα κείμενο – κριτική από τον Σπύρο Παγιατάκη, για τις παραστάσεις αρχαίου δράματος, που θέλω να το κρατήσω λίγο ακόμη κοντά μου... Φέρει τον τίτλο: Μόνο ο πόνος, όχι η πνευματικότητα... Μιλάει για την έλλειψη «ιερής τρέλλας». Βρίσκω εκεί και λόγια του Αλέξη Μινωτή και τον πόνο του:


— «Θα σου πώ κάτι τολμηρό. Ο θεατής, μού είναι κάτι το τελείως δευτερεύον. Αν θέλεις μάλιστα, ο θεατής θα πρέπει να περιμένει τουλάχιστον δυο γενιές για να καταλάβει... Εμένα μού την παραγγέλνει τη τραγωδία ο Σοφοκλής, ο Αισχύλος κανένας άλλος!».

— Δεν πρέπει όμως να υπάρχει κι αυτή η περίφημη επικοινωνία με τα κοινό;

— «Ποιός είπε όχι; 'Oμως θα πρέπει να εκπαιδευθεί και το κοινό. Να συνεισφέρει και αυτό. Να μάθει. Δεν μπορεί το κοινό να συνεννοηθεί έτσι στα εύκολα με τον Σοφοκλή ! (οργισμένα): Από πού κι ως πού δηλαδή;...».

— «Το κοινό μπορεί να εκπαιδευθεί. 'Ηδη κάτι τέτοιο άρχισε. Στην αρχή ξέρεις τι γινόταν όταν πρωτανοίξαμε εδώ (Αναφέρεται κάπου στο ’55) την Επίδαυρο; 'Ερχονταν χιλιάδες άνθρωποι για να κάνουν κυρίως την εκδρομή τους και να φάνε τα κεφτεδάκια τους κάτω από τα δέντρα. Μάλιστα όλοι τους κουβαλούσαν μέσα στο θέατρο κι από ένα τρανζίστορ. Οι παραστάσεις ήταν τις Κυριακές μαζί με το ματς. Κι ενώ εμείς παριστάναμε την Εκάβη και τον Οιδίποδα αυτοί άκουγαν τα γκολ!

'Oμως μέσα στην τελευταία 25ετία (σ.σ. η μανητοταινία είναι του 1979) οι άνθρωποι έχουν αλλάξει κι έρχονται πλέον για να συμμετάσχουν σε μια μυσταγωγία. Για ν’ ακούσουν τραγωδία. Εκπαιδεύτηκαν. Κι αυτό αποτελεί τη μεγάλη επιτυχία...

Αν η Επίδαυρος πέτυχε, αυτό γίνεται λόγω της δύναμης που έχουν τα κείμενα. Η δύναμή τους είναι ότι δεν ερμηνεύουν αλλά ζούνε. Αν ερμήνευαν τη ζωή... δεν θα μπορούσαν να γίνουν καταληπτά. 'Oμως αυτά παραμένουν εξίσου επίκαιρα όσο και τα φυσικά φαινόμενα...».

('Ολο το κείμενο εδώ)



* Το ξεχωρίζω (το πλήρες κείμενο, έχει πολλές αναφορές) από άλλες κριτικές των καλοκαιρινών εφημερίδων, γιατί πατά γερά σε δύο πόδια: το παρελθόν (γιατί το παρελθόν διδάσκει) και το τώρα. Μόνο που έχω να σημειώσω και τούτο, για το 2005: Δεν νομίζω πως είναι εκπαιδευμένο σήμερα το κοινό. Δεν νομίζω πως αφήνεται στην μυσταγωγία των κειμένων (όπως τονίζει ο Μινωτής για το έτος 1979), αφού κυνηγά το εξεζητημένο ενός π.χ. Κιμούλη και όχι την άσκηση της ...παραίτησης από τον ίδιον εαυτό (π.χ. το κινητό μου τηλέφωνο το παίρνω μαζί. Να το κάνω τί;). Δεν νομίζω πως εισέρχεται στον ιερό χώρο του αρχαίου θεάτρου με την αίσθηση της απλότητας. Σκηνοθέτης και κοινό μαζί. Το θέατρο γεμίζει από θεατές που ...ξεροβήχουν, για παράδειγμα. (Τόση απόσταση, σήμερα).

* Αυτά, γιατί όταν θα ξαναρθεί το καλοκαίρι θα ξανατρέξουμε στη μυσταγωγία της Επιδαύρου, και αυτή θα μάς ξαναπληγώσει με παραστάσεις δίχως πνευματικότητα. (Ποιά χρονιά ήταν που χρειάστηκε να κατεβώ πέντε φορές μέχρι ν΄ αναστηθεί, επιτέλους, η ψυχή μου με τον Τσακίρογλου απλόν κι απέριττον, υποδυόμενον τον Φιλοκτήτη. Κι ήταν άριστος).

* Τι μάς σώζει κάθε φορά, αν όχι η άλλη πάλι μυσταγωγία, εκείνη της επιστροφής μέσα από το τόπους-τόπους δάσος της νυχτερινής... και μακράς οδού. Με ό,τι φέρει μαζί του ο νούς. 'Ο,τι κατάφερε να υφαρπάσει από μιάν λειψή παράσταση. (Με την προϋπόθεση πως δεν κατευθυνόμαστε στου... Λεωνίδα, φυσικά).