Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2006

'!'


αντιλαβή


Τα σπλάχνα είναι πιό καυτά από τα δάκρυα.



Το βρήκα ξεφυλλίζοντας κάποιο από τα λογοτεχνίζοντα περιοδικά που κυκλοφορούν αυτόν τον καιρό στους πάγκους των βιβλιοπωλείων κι έμεινα να το κοιτώ έτσι όπως καρφωνόταν οξύ μέσα μου και μ' έκαιγε. Το απιθώνω εδώ κι όνειρα γλυκά γι' απόψε εύχομαι.


Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2006

τα δε πάντα οιακίζει κεραυνός...


Με άλλα λόγια, οι λέξεις της ποιήσεως είναι μετωνυμίες: μετωνυμίες του Θεού, προς τον οποίον ταυτοχρόνως αναγγέλλουν την ύπαρξή τους και εκπορεύονται ως θεοφάνειες, δηλαδή ως ιδρυτικά ονόματα της ουσίας των πραγμάτων.


Γι' αυτό ο ποιητής είναι έκθετος στους κεραυνούς του Θεού. διότι αναγγέλλει τις λέξεις του ως θεοφάνειες, την ίδια στιγμή που τίς εκφέρει ως εκρήξεις ανθρωποφάνειας, ως κόσμους ανθρώπινους και όνειρα των ανθρώπων, ως φευγαλέες σκιές και πάθη συγκλονιστικά της ανθρώπινης καταστάσεως, ως ονομασίες, τέλος, του εδώ και του τώρα των ανθρώπινων υποθέσεων, ως ονομασίες του εγκόσμιου σπαραγμού.


Η τραγική σύγκρουση ανάμεσα στη θεοφάνεια των λέξεων του ποιητή και την ανθρωποφάνεια του ποιητικού του σώματος είναι αυτό που εκθέτει τον ποιητή στους κεραυνούς του Θεού. Και είναι επίσης αυτό που ορίζει την ποίηση ως αγιότητα, ήτοι ως εκφορά των μετωνυμιών του Θεού:

Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη,
και παίρνουνε τον μόσχο της, κι αφήνουν
τη δροσιά τους.
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια
της πηγής τους,
τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί και κάνουν σαν αηδόνια
.


Σ' αυτή την κίνηση της ποιήσεως του Διονυσίου Σολωμού μόνο αν στήσουμε το αυτί μας ιδιαίτερα προσεκτικά στον πρωταρχικό ήχο, σ' αυτό το pianissimo που καταδυναστεύει την έκφραση, θα μπορέσουμε να αποκαλύψουμε τη σύγκρουση που κάνει το ποιητικό σύνθεμα πράγματι "το επικινδυνότατο έργο", για να χρησιμοποιήσω πάλι τη διατύπωση του Heidegger.


Ο πρωταρχικός ήχος είναι επικίνδυνος διότι αποκρύπτει τη θεοφάνεια, τη στιγμή που αποκαλύπτει την ανθρωποφάνεια του οραματισμού, τη φύση δηλαδή στην πιο ευτυχισμένη της μορφή, και συγχρόνως αποκρύπτει την ανθρωποφάνεια του οραματισμού τη στιγμή που αποκαλύπτει τη θεοφάνεια των λέξεων: "νερά χαριτωμένα".


Η Χάρις είναι θεουργία, και τα χαριτωμένα νερά, τα νερά της Χάριτος, είναι η μετωνυμία του Θεού - μια μετωνυμία της θεουργίας η οποία αναγγέλλεται στην "άβυσσο τη μοσχοβολισμένη", στον χαϊντεγγεριανό Abgrund, αν μού επιτρέπεται ο γερμανισμός, που σημαίνει απουσία ή καλύτερα έμφοβη παρουσία της απουσίας.


Ο Διονύσιος Σολωμός είναι έκθετος στους κεραυνούς του Θεού, διότι οι λέξεις που συγκροτούν την κίνησή του την ποιητική είναι το φοβερό βήμα: μια μετωνυμία της μετωνυμίας.

Διότι η Χάρις είναι μετωνυμία του Θεού, ο οποίος ως όνομα είναι μετωνυμία του ακτίστου.



Γράφει ο "νεαρός" τότε Στέφανος Ροζάνης από τις νύχτες της Ασσίζης του, (σήμερα: ΛΟΓΟΣ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΙΚΟΣ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΕΡΩΤΟΣ, (έκδ. Ψυχογιός 2005, σσ. 85-7)). Εύχομαι για έναν λόγο καθάριο, διάφανο, αρρενωπό. Λόγον θεοφανείας. Αν κάτι δεν αντέχει στα εγκαύματα που προξενούν οι αστραπές, εγώ τουλάχιστον, το αποστρέφομαι. Ο καθένας διαλέγει και παίρνει. 'Ολοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε...


Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2006

επόμενον είναι ο αποχαιρετισμός


To ΚΑΡΑΒaΚΙ


'Ενας μικρούλης έρριξε στην άκρη του γιαλού το όμορφο καραβάκι του. Δεν πρόσεξε, όμως, κι έτσι το καραβάκι απομακρύνθηκε, χωρίς να προλάβει να το πιάσει.


Τότε ο πατέρας του πήρε πέτρες και τις πετούσε μπροστά από το καραβάκι. Ο μικρός στην αρχή δεν κατάλαβε κι απόρησε γι' αυτό το πετροβόλημα. Αλλά δεν άργησε να εννοήση.


Οι πέτρες έπεφταν πέρα από το καραβάκι, χωρίς να το χτυπούν. Και με τα κυματάκια, που προκαλούσαν, το έφεραν σιγά-σιγά πίσω στην ακρογιαλιά. Κι έτσι ο μικρός με μεγάλη χαρά το πήρε πάλι στην αγκαλιά του.


Πολλές από τις θλίψεις που μάς βρίσκουν μοιάζουν μ' αυτό το πετροβόλημα. Είναι οι πέτρες που ρίχνει ο Θεός, σαν απομακρυνθούμε από κοντά του [:περίεργο, το έχει με μικρό ταυ], για να γυρίσουμε σ' Αυτόν.



Το βρήκα ανύποπτος σε κάποιο χριστιανικό ημερολόγιο τσέπης. Του έδωσα ιδιαίτερη προσοχή τούτες τις μέρες μές στη θλίψη μου. την πολλή μου θλίψη. Δεν ξέρω άν κατάφερε να απαλύνει τον πόνο μου. 'Ω! αν ήμουν τουλάχιστον εραστής του!


Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2006

Μωρίας εγκώμιον


Κι είδα την πρώτη μου για φέτο αμυγδαλιά ανθισμένη.
Γυρνώ με τις τσέπες γεμάτες μ' άνθη που ευωδιάζουν.

Κι ο χθεσινός ΚΙΜΠΙ σ' ένα διαυγές κείμενο για την Τρυγώνα:


"Με παγώνει το σχόλιο της κόρης μου. «Ναί, αλλά κι αυτοί ήθελαν την ελευθερία τους». Πώς να εξηγήσεις σ’ ένα εξάχρονο ότι...

[...]

«Ποιος είναι ο μηχανισμός που μετατρέπει σε αδίστακτο φονιά ένα νέο άνθρωπο;» αναρωτήθηκε ο αδελφός ενός από τους δολοφονημένους αστυνομικούς, σπάζοντας την κανονικότητα της τηλεοπτικής ανοησίας. Θέλει κουράγιο να αρθείς πάνω από την προσωπική σου τραγωδία.
"

Χαλάλι του αυτή τη φορά που μακρηγόρησε κι αλοίμονο από μάς.-


Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2006

Ανοιχτός και μόνος έπαινος στο Κ του μεγάλου Κuk-ός.



Aνακαλύψτε το άγνωστο σε μια οθόνη...


Τα σαββατοκύριακα, δε λέω, εφημερίδες αγοράζω και μιά και δυό και τρείς καμμιά φορά, αλλά τις καθημερινές σχεδόν ποτέ. Οι πρώτες έχουν συνεργασίες που όπως έχω και με άλλη ευκαιρία σημειώσει, εμάς, τους υιούς της μπλογκαρίας (και τις κόρες) μάς ξεπερνούν. 'Ε, τώρα, οι καθημερινές, ανακυκλώνουν την συμφορά της αν' ημέραν ειδησεογραφίας. 'Αχρηστες, αχρείαστες ως επί το πλείστον νά 'ναι και δεν τις παρακολουθώ. Τ' ότι ζητήθηκαν και δημοσιεύθηκαν με την αυγή του νέου χρόνου από καθημερινή εφημερίδα κείμενα από bloggers της σμικράς ghetonia μας το γνώρισα από την ιστοσελίδα που διατηρεί ο ταξιδεμένος μας ακόμη Προβάτο (:υιός της συνομοταξίας μου, δηλαδή).

(Καλά, αν είχα κι εγώ
τέτοιο ανήψι στις ΗΠΑ, όχι μόνο δακτυλικά αποτυπώματα θα έδινα για να το δώ από κοντά, αλλά και από την πατούσα μου ολόκληρη θα τους χάριζα, εκεί, στους ελέγχους της ΣΙΑ…)

Στο εν λόγω ποστ, λοιπόν, του Προβάτου, κατατέθηκε με δυό λέξεις το γεγονός της δημοσίευσης καθώς και τα παρατράγουδα (:καλά πάντα συμβαίνουν αυτά, 'Ελληνοι είμαστε και έτσι λειτουργούμε αναμεταξύ μας). Παρατράγουδα στα οποία άλλην πνοή έδωσε ένας αουτσάϊντερ (από εμάς κι αυτός καταγόμενος, τους υιούς της μπλογκαρίας: δες
εδωδά). Είναι θέση του Rakasha και όχι του Sraosha. Το έλεγξα. Και έχει κάποιο δίκιο.


*


Προσωπικά, ξεχώρισα και χάρηκα ιδιαίτερα το αρθράκι του πολύ μας αγαπητού, του Κουκουζέλη με τ' όνομα. Το παραθέτω ώς έχει:

Aνακαλύψτε το άγνωστο σε μια οθόνη

Γράφει o Κουκουζέλης

«Μου φαίνεστε [...] ευφυέστεροι, ωραιότεροι, πιο ενημερωμένοι και απείρως περισσότερο ταλαντούχοι [από εμένα]», γράφει η emotional anaimia (http://volcaniccooking.blogspot.com/) για ορισμένους απ' όσους γράφουν σε μπλογκ. 'Ετσι ακριβώς νιώθω κι εγώ διαβάζοντας την οθόνη μου. Πολύ ευχάριστο συναίσθημα. Να προσθέσω, δι' αντιγραφής, κάτι ακόμα:


«Το Διαδίκτυο προϋποθέτει ανθρώπους υπεύθυνους και διαφανείς, που συνομιλούν ειλικρινά μολονότι είναι μεταξύ τους άγνωστοι. Άρα η γνώση και η συνεργασία δεν έχει να κάνει με το κατά πόσον η Αθήνα και το Τόκιο επικοινωνούν, αλλά με το κατά πόσον το βάθος της ανθρώπινης ωριμότητος είναι σε θέσι να αγκαλιάση το άγνωστο. Διαφορετικά οι κανόνες του Διαδικτύου δεν εφαρμόζονται και παραλύει το σύστημα.» (*)


Παρά τις, δεξιά κι αριστερά, δυσλειτουργίες (λέγε με βλακεία, η οποία σημειωτέον είναι ο ειλικρινής και ώριμος τρόπος έκφρασης του βλάκα), αυτή η παρατήρηση πρώτον, ανταποκρίνεται στις εμπειρίες μου και δεύτερον, με βοηθάει να καταλάβω γιατί το διαδίκτυο καλά κρατεί. Μια διαπίστωση αφορμή χαράς!

To whom it may concern, λέω, thanks for the internet.

Και σκέφτομαι: ιδού ένας τίτλος που θα ήθελα, κάποτε, να τον δω πρωτοσέλιδο σε μια ελληνική εφημερίδα.

(*) Το απόσπασμα από το βιβλίο του Στέλιου Ράμφου, «Σαν διφορούμενο άγγιγμα», Εκδόσεις Αρμός 2005.

ΠΟΙΟΣ EINAI
Ο Κουκουζέλης συνηθίζει να γράφει σε ίντερνετ καφέ. Όταν έγραφε αυτό το κείμενο, το μαγαζί ήταν γεμάτο από εφήβους και από τα μεγάφωνα ακούγονταν στη διαπασών οι Μπλακ Σάμπαθ. Όπως βλέπετε, αυτό δεν επηρέασε την έμπνευσή του. Ή μπορεί και να την επηρέασε.
http://kuk.blogspot.com/ (-από TA NEA των bloggers).




*



Ουσιαστικά, το κείμενο αυτό είναι το μόνο που μιλάει από εμάς για μάς. Είναι το πλέον αυθεντικό για τα τεκταινόμενα της σμικράς ghetoniaς μας. Και το έγραψε ένας υιός -είτε κύρης- της ενθάδε μπλογκαρίας. Λιτό, απέριττο, αυστηρά δομημένο στα δοθέντα όρια ώστε βγήκε εκεί στην ξένη (:την μελανή έντυπη σελίδα) για να μιλήσει για μάς. Να πεί τι εμείς κάνουμε εδώ (-με όση τρέλλα κουβαλάει ο καθένας. Γνωριζόμαστε τώρα!)

Ναί! Γνωριζόμαστε. Αλλά πώς; Πώς γνωριστήκαμε εμείς εδώ;

Aνακαλύψτε το άγνωστο σε μια οθόνη... τούς είπε ο Κuk. Αυτό πρότεινε στους (κουρασμένους να τούς πώ;) αναγνώστες της θλιβερής καθημερινότητας. Κι ήταν το ίδιο αυτό που είχε κάνει νωρίτερα πράξη ο Χοιροβοσκός στην δική του ιστοσελίδα, όταν, εν όψει των εορτών μάς εκάλεσε όλους στην δική του (της δικής του κι αυτός ψυχής) την πανήγυρη με το καταπληκτικό τούτο κείμενο: «Μεγάλωσα χωρίς γονείς» και τα λοιπά... να γνωριστούμε μεταξύ μας και να ανακαλύψουμε ο ένας τον άλλο (με όποια τρέλλα κουβαλάει ο καθένας μας, κρυμμένος πίσω από μιάν οθόνη και επιδιδόμενος στο δικό του ο καθένας striptease: λολίτες όλοι μας πάνω-κάτω). Μάς έφερε όλους ο Γ.Χ. και μάς ένωσε επί τω αυτώ μές στην ορθρινή των χριστουγέννων λειτουργία, έστω σε εικονική πραγματικότητα, αφού στην άλλη (:την καθαυτό πραγματικότητα) ποδάρι δεν πατήσαμε εκεί μέσα.


*


Aνακαλύψτε το άγνωστο σε μια οθόνη...

Δεν τα σημειώνω τυχαία αυτά. Συμφωνώ απόλυτα με τον Κουκουζέλη όταν έτσι ακριβώς γράφει στην εφημερίδα. Και ιδού μιά προσωπική μαρτυρία. Και πιό πριν άλλη μία εδώ. Πώς λέχθηκαν αυτά τα λόγια; Πώς, με ποιά δύναμη, πώς μιλάς έτσι, ανοιχτά, σε έναν άγνωστο μπροστά σε ένα ψυχρό γυαλί, μόνος εσύ και εις επήκοον πάντων; Πώς λές του άλλου, τον οποίο δεν τον γνωρίζεις κάν, δεν τον έχεις δεί ποτέ στη ζωή σου, δεν του έχεις αγγίξει ποτέ το χέρι να τού το σφίξεις, πώς φτάνει η ψυχή να ξεστομίσει τέτοια λόγια; Τί να πώ...

Aνακαλύψτε το άγνωστο σε μια οθόνη...


*


Ωραία και τα άλλα κείμενα, της Λίτσας, για την κακοποίηση των γυναικών, της Εveeς, πιστή στο αντικείμενό της, της Κουρούνας, της Ψιλικατζούς, που δόξα τω Θεώ πληρώθηκε κιόλας απ' ότι σημειώνει η ίδια χαριτολογώντας, του Αθήναιου, κείμενο σφιχτό με αναφορές στην ευρωπαϊκή πια οικογένεια, (καταλαβαίνω το σχόλιό του κατόπιν για την χαρά που του έδωσε η σύνταξή αυτών των μετρημένων αράδων).

Του thas φυσικά, που συνέχισε με περισσότερα λόγια τον προβληματισμό του Κουκουζέλη, τονίζοντας ο ίδιος πως έγραψε
για την χαρά (αλλά και την αγωνία) του αυτοκαθορισμού (άρα και πίσω από την ψυχρή οθόνη, που μάς ενδιαφέρει εδώ). [Δεν είναι κακό πάντως, να έχουμε μείς οι υπόλοιποι, και ένα πρότυπο ανάμεσά μας σαν τον thas, για να προσπαθούμε να γράφουμε όλοι καλύτερα. Και ναί, να σβήνουμε, να σχίζουμε αν χρειαστεί κόλλες πολλές και να το βασανίζουμε λιγάκι το γραπτό. Για το καλό όλων μας. Θυμηθείτε τα αυστηρά σχόλια που άφησε ο κόντες Διονύσιος Σαλομόν στον μακρύ για του Μπάϋρον την θανή ύμνο του. (:"Σκατά! Σκατά! Σκατά!" 'Ετσι έγραφε και άλλα τέτοια πολλά)-]. 'Ε, πετσοκόψανε, λοιπόν, το κείμενο του αγαπητού thas, o oποίος τελικά απομίλησε με την μικρή φωτογραφία του πονετικού εκείνου σκυλούρη (:να μιά λέξη για να θυμηθώ ξανά τον QarcQ.

Είδα και κείμενο του αφοπλιστικού σε αναφορές και έρευνα
talos, καυστικού των διαφόρων ζητημάτων που έρχονται στην επικαιρότητα. Φανερώνει κι αυτός σήμερα σε ιδιαίτερο ποστ και τις άλλες του, εξίσου δυνατές, ιδέες που πρότεινε στους υπεύθυνους της εφημερίδας. Του γνωστού μας Οld boy κλπ..


*


Αυτά από μένα, τα υπόλοιπα τα διαβάσατε και αλλού. Μίλησαν πολλοί. Χαιρετώ σας.


Δευτέρα 2 Ιανουαρίου 2006

το νέον το ίδιο πάλι τραγουδώ


"τόση γνώσις και βάφονται τα φρένα μας γαλάζια"... *

Με γαλανό σήμερα τον ουρανό βοσκάω. Μεις, τραγιά, που κάποτε-κάποτε κατεβαίνουμε αγρίμια από τα βουνά γύρω τούτης της πόλης...

Για το άστυ, λοιπόν, μ’ έναν γοργό μές στο χαμόγελο δρασκελισμό. Απόγιομα αργίας και στις στάσεις, στα λεωφορεία μέσα, μόνον οικονομικοί μετανάστες πάνε-έρχονται. Μετανάστες μόνο κι εγώ. Η πόλις μάς υποδέχεται με γλυκείς φωτισμούς ενός ήλιου απογευματινού, λοξά διευθετημένου. Η χάρις της εποχής που είναι. (:δεν τονίζεται, άρα αναφορικό το που είναι).

Το πατρώο βουνό απλώνεται στο πολύ του μάκρος. Πιότερο πράσινο βιάζει της μνήμης την εντύπωση που ξαναγεννιέται στους χρωματισμούς του δειλινού φωτός. 'Ητανε κάποια νέφη που ήρθαν από την άλλη και σκέπασαν γλυκά την μακρά του την κορφή, -προχθές θυμάμαι εκείνα. Σήμερα λάμπει. Κάθε του ρεματιά που ξέρω. Αγρίμι. Στάθηκα να περιμένω το λεωφορείο για να απολαύσω τούτο το φώς του αττικού ουρανού. Δεν κατέβηκα κάτω στο metro. Διάφανος ο ορίζοντας της εθνικής άμυνας.

Πέρα και πάνω από το δάσος της Σωτηρίας προβάλλουν τα υψώματα των δυό νησιών που φράζουν το θαλάσσιο άνοιγμα τούτης της λεκάνης. Η Σαλαμίνα και η Αίγινα, μιά της μυτερή κορφή. Σαρωνικόν τον είπανε τον κόλπο, στην μνήμη του μυθικού βασιλιά (Σάρων :Stone;) κείνων των ακτών, που πνίγηκε στο κολύμπι ακολουθώντας, αλαφροΐσκιωτος κι αυτός, ένα… δελφίνι.


«Ζω ανάμεσα σε θαμπές και διάφανες μορφές
που ακόμα δεν έχουν γίνει απόλυτο σκοτάδι
». **

Με του γέρου τα λόγια κατά νού αντικρύζω στο βάθος-βάθος του αττικού ορίζοντα το αργολικό βουνό, το ιερό Αραχναίο. Απομαντεύω πίσωθέ του κρυμμένο το επιδαύριο κοίλον. Κάπως δεξιότερα απ' αυτό, ήδη βλέπω -με τα μάτια της ψυχής- τους τρείς μυτερούς λοφίσκους που προστάτευαν και προστατεύουν τα νώτα των μηκυναϊκών ανακτόρων, στου αργολικού πια κάμπου μιάν εσοχή. 'Ολα, ιδού! στα πόδια μου. Μές σε ένα βαθύ και ευθύ κοίταγμα, πέταμα (:και χωρίς γου) του νού πάνω από τούτη την πόλη. Μιά σταλιά είναι όλη κι όλη τούτη η γή. Η γή μας. 'Ενα γύρω με βλέμμα τραγίσιο φέτες την κόβω. Ηδονικά ρουθουνίζω. Τί μέλλει γενέσθαι;

Λίγο αργότερα από την Ιπποκράτους, ψηλά, τα χρώματα επικάθονται σ’ όλο το δειλινό τους εύρος, σ’ όσον ορίζοντα αφήνουν ακάλυπτο οι πολυκατοικίες. Ααβόρα. Το βραδάκι πέφτει αργά και σκέπει την πόλη μ’ ό,τι μαζί της ακολουθεί…



«ΤΑ γερατειά (όπως τ’ αποκαλούν οι άλλοι)
μπορεί και νά 'ναι ο καιρός της ευτυχίας μας.

Το ζώο έχει πια πεθάνει ή πεθαίνει όπου νά 'ναι.
Απομένει μονάχα ο άνθρωπος κι η ψυχή του
». **


(Το είδα το Keane. Όνειρο ενός... [:γελοίου, για να θυμηθώ την ασκητική του Ντοστογιέφσκυ]. Είδα και την συνέχειά του, ανάμεσα στη δεύτερη και την τρίτη ταφή του Μελκιάδες Εστράδα).


- Θέ μου! τί μπούρδες κάθομαι και γράφω για ένα δειλινό. Κάτι ξέρανε οι αρχαίοι που το αποστρέφονταν.




--------------------------------
* Β.Ν. Μπόνος, άσσιστα.
** Χόρχε Λούϊς Μπόρχες,
Το εγκώμιο της σκιάς, (μτφρ. Δημ.Καλοκύρης, έκδ. Ύψιλον/βιβλία 1985, σ.62).


Κυριακή 1 Ιανουαρίου 2006

.