Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2009

ο καλός θάνατος


Ο καλός θάνατος [ο ηρωϊκός δηλαδή] έχει το αντίθετό του, τη σύληση του νεκρού, τη μεταχείριση δηλαδή που επιφυλάσσεται στους νεκρούς εχθρούς έτσι ώστε να μη μείνουν ζωντανοί στη μνήμη, αλλά να καταδικαστούν στη φθορά. Με αυτόν τον τρόπο θέλει να ταπεινώσει τον 'Εκτορα ο Αχιλλέας όταν τον σέρνει πίσω από το άρμα του και παραμορφώνει το πτώμα του, ώστε να μη γνωρίσει καλόν θάνατον – κι αυτό ακριβώς είναι που κάνουν και οι Σειρήνες. [Αποκαλύπτοντας στον ναύτη που ζεί και περνά από μπροστά τους τα μυστικά που θέλει να μάθει, οι Σειρήνες του δίνουν έναν άθλιο θάνατο, το αντίθετο του καλού θανάτου].

[...]

Ο Αχιλλέας θέλει να τον εμποδίσει [τον 'Εκτορα] να κερδίσει τον καλόν θάνατον στερώντας του την ταφή, ακρωτηριάζοντας το σώμα του, έτσι ώστε να μην έχει πια καμιά αναγνωρίσιμη μορφή, να μην είναι τίποτε άλλο από σάρκες. Φυσικά, οι θεοί επαγρυπνούν...


Jean-Pierre Vernant, Περί ορίων – ανάμεσα στον μύθο και την πολιτική ΙΙ (μτφρ. Μ. Γιόση, έκδ. Σμίλη, Αθήνα 2008, σσ. 107, 108).


3 σχόλια:

Σπύρος Γιανναράς είπε...

Γειά σου θείο τραγί. Το τσαρδάκι σου είναι πολύ ωραίο.Μια μικρή όαση μέσα στην απεραντούπολη τοου διαδικτύου. Μπαίνει κανείς κι αναπαύεται στη σκιά του ύστερα από την πολύωρη πεζοπορία και ευχαριστεί τον οικοδεσπότη για τη φιλοξενία. Στεναχωριέμαι μόνο που έχω κάνει τόσα χιλιόμετρα στο διαδίκτυο και δεν είχαν δει τον κήπο σου.
Τελευταία έχω ενθουσιαστεί με τα "εκκλησιαστικά", οπωσδήποτε δοξαστικά ποιήματα της συλλογής "Μικρά Βασίλεια" της Ανθής Λεούση. Αν βρεις τον χρόνο ρίξε καμμιά ματιά. Χάρηκα για τη Γνωριμία

το θείο τραγί είπε...

Γράφεις καλά ποετάστρε, και έχουμε ανάγκη τους νέους ανθρώπους που γράφουν καλά. [Πού να πεζοπορείς άραγε;]

Θα ρίξω με την πρώτη ευκαιρία ματιά στα Μικρά της Βασίλεια.

Με μπόλικη χαρά
ο ίδιος

Ανώνυμος είπε...

Εύθραυστος θαλλός

Απόψε η ερημιά
ουρλιάζει λαβωμένη,
μέσα στη νύχτα εξεγείρεται

με μάτια ξάγρυπνα

ζυγώνει δίπλα μου
μπήγει τα νύχια στο κορμί μου
και διεγείρεται απ΄τον πόνο μου





Απόψε η ερημιά είναι δική μου
θρυμματισμένη με φλερτάρει

γυμνή κι αλαφροΐσκιωτη
θολή μουτζούρα

εισχωρεί εντός μου
και καίει τις ανάσες μου

που είχα κρύψει σ΄ ένα σπήλαιο,

σε μία χαμένη σκήτη

ποιητών καταραμένων

Πυροδοτεί τη σπίθα και με προκαλεί

με προσκαλεί να σμίξουμε
και διεγείρεται απ΄το σώμα μου

τόσο, που η μουσκεμένη γλώσσα της

περιδιαβαίνει τον φαλλό μου

και βλαστημώντας χάνεται

στον προσιτό της στιγμιαίο θάνατο