Κυριακή 26 Απριλίου 2009


Το μόνο που μπορώ και θέλω να μνημονεύσω με καμμένον σκληρό τώρα πια (και χαμένη μιάν αθωότητα έξι ετών), είναι εκείνος ο νεαρός ρωσσοπόντιος που νύχτα με πήρε από το κέντρο πέρσι-πρόπερσι για να με ανεβάσει στο σπίτι και τον ρωτούσα για την μακρυνή του πατρίδα. Θυμόταν έντονα τις κούτες τα πορτοκάλια που τούς έστελναν οι θειοί του από την μάννα πατρίδα και πώς κάνανε με τον αδελφό για να τ' αρπάξουν να τα μυρίζουν και να τα φάνε. Για τις απ' ολούθε νεραντζιές το γράφω που μού τόν θύμισαν. Δεκαεπτά - δεκαοκτώ χρονώ νύχτα να οδηγάει το ταξί. Τέτοια πάλι εποχή. Ο ίδιος.


2 σχόλια:

Σπύρος Γιανναράς είπε...

Μου άρεσε πολύ η γραφή «μάννα πατρίδα» σε συνδυασμό με την αναφορά στα πορτοκάλια. Τα πορτοκάλια μάννα εξ ουρανού για κάποιον που ονειρεύεται την πατρίδα του σε μια πατρίδα όπου οι κάτοικοί της μόνο τη λοιδωρούν...
Σε χαιρετώ,
Υ.Γ. Γράφε μας, να διαβάζουμε όσο εμείς αργούμε να γράψουμε.
Φιλιά

το θείο τραγί είπε...

Πού να δείς τί πλάκα έπαθα εγώ όταν μού εκμυστηρευόταν μέσα στο ταξί τέτοια πράγματα. 'Οχι που δεν θα τον ρωτούσα βέβαια για την πατρίδα του. 'Ολους τούς ρωτάω, ακόμη και αυτούς από το Μπαγκλαντέζ που πλένουν τα τζάμια των αυτοκινήτων στα φανάρια.

Τελικά είμαστε η χώρα με τα μήλα των εσπερίδων.

Ο ίδιος


Υ.Γ. Εύχομαι τώρα να είναι εντάξει αυτό που μού είχες ζητήσει κάποτε.