Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2015

επί των σωμάτων των ημετέρων



καταξίωσόν με ακατακρίτως μεταλαβείν 
των αχράντων και αθανάτων και ζωοποιών 
και φρικτών Μυστηρίων σου, 
εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον· 
εις αγιασμόν και φωτισμόν και ρώμην και ίασιν και υγείαν 
ψυχής τε και σώματος· 
και εις εξάλειψιν και παντελή αφανισμόν 
των πονηρών μου 
λογισμών και ενθυμήσεων και προλήψεων 
και νυκτερινών φαντασιών 
των σκοτεινών και πονηρών πνευμάτων. *


Αλλ' επί των σωμάτων των ημετέρων ταύτα γίνεται·
χολής αυξανομένης τίκτεται πυρετός, κάν επικρατήση παρά το δέον, ταχίστην επάγει την τελευτήν·
και φλέγματος πλεονάζοντος, πολλά νοσήματα φύεται, και διαφθείρει το ζώον·
πάλιν του ψυχρού πλεονάζοντος, παρέσεις και τρόμοι και αποπλησία και μύρια έτερα νοσήματα φύεται·
και όλως εκάστη νοσημάτων ιδέα, από της πλεονεξίας των στοιχείων γίνεται τούτων.


αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, Εις τους Ανδριάντας (εκ της συλλογής Θηκαρά και δη Θεοδούλου Μοναχού, Ανθολόγιον περί των 'Υμνων ΙΑ' - έκδ. Ι.Μ. Παντοκράτορος, 'Αγιον 'Ορος 2008, σ. 528).


-----
* Στο motto εγκάρδια φρασούλα αντλημένη από την ε' Ευχή (ως Ιωάννου του Χρυσοστόμου φερομένη) της θείας Ακολουθίας της Μεταλήψεως.-

Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015

την λιθώδη ψυχήν μου



Πόθος ο πόθος 
Πού είναι ο Συμεών; 
Σ' έρωτα πέρα *

'Ορος κατάσκιον προβλέπων,
αχειρότμητος εξ ου ετμήθη λίθη λίθος∙
την λιθώδη, διό κατάνυξον, ψυχήν μου,
πεπωρωμένην
Δέσποινα,
ταις πικραίς φιληδονίαις...


*



ὅτι ἐδοκίμασας ἡμᾶς, ὁ Θεός, ἐπύρωσας ἡμᾶς, ὡς πυροῦται τὸ ἀργύριον·



----- 
* Ως άνω ψαλμικό (ξε' 10) προϋπάντημα του πουργκατορίου και της κολάσεως: «Μάς πέρασες από δοκιμασία, Θεέ, από το χωνευτήρι της φωτιάς, έτσι όπως καθαρίζουνε το ασήμι» . Σε απόδοση εκδομένη από την Βιβλική εταιρεία. Πιο πάνω, όμως, Θεοτοκίον, βέβαια, της ζ' ωδής του δευτέρου ετέρου κανόνος του όρθρου της 25ης Φεβρουαρίου, δηλαδή από την ακολουθία του ιερομάρτυρος Ρηγίνου επισκόπου Σκοπέλου, την οποία δημοσίευσε ποτε ο επίσης σκοπελίτης λόγιος Καισάριος Δαπόντε. Τέλος, στο motto, και πάλι, μετά από πολύν καιρό, ο κορυφαίος Συμεών, ιερομόναχος, εκ του βιβλίου του Συμεών μνήμα (έκδ. 'Αγρα, Αθήνα 1993). Εδώ εγγραφή της 18ης Οκτωβρίου 1993, με την επισημείωση: «Νύχτα στο Κελλί» με την οποία και κατακλείουμε την εδώ αναφορά στο εν λόγω τομίδιο. Ο ίδιος.- 

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

ύπαρ



Το Πέραν δεν είναι ο νιπτήρας, είναι το νερό. 
                                     Το Πέραν δεν έρχεται. Το Πέραν πηγαίνει. *



Ι 

άνθησις παράδοξος της αμπέλου επί τα κύματα και όνειρος
ο γευόμενος ομόστολος του αναπεσόντος και κοιμηθέντος
και θεμέλιο το τάξιμο και πλαντάζει ο νιούτσικος
καμάρι π' έχει η θάλασσα κι ένα δεντρί δεν έχει για ν' ακουμπά ο γεμιτζής στο πέλαγος
ότι στρατιαί ελαύνουν επί την ατείχιστον
οι άκρες χωρίς πιστούς και η αμαρτία αρδεύει τον θάνατο


Β.Ν. Μπόνος, αυτόμελα (Ταμύναι 2004, σ. 127).



----- 
* Στο motto δυό φρασούλες ενδιεκτικές της σχάσης, στο: Γιώργος-'Ικαρος Μπαμπασάκης & Ελεάννα Μαρτίνου, Σχέση / Σχάση (έκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015, σσ. 69, 65).


Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2015

η βιαιότητα των συναισθημάτων


[...]
Η βιαιότητα των συναισθημάτων που είχε νιώσει τού είχαν προκαλέσει ένα αίσθημα εξαντλημένης γαλήνης. Μέσα σε ένα σύντομο απόγευμα είχε βυθιστεί στον τρόμο και την απόγνωση, και τώρα έβρισκε ανακούφιση στην πίστη ότι η ζωή δεν τού έκρυβε άλλα μυστικά: ούτε και ο θάνατος!
Καθόταν πλάι στο πτώμα και σκεφτόταν, σκεφτόταν πολύ έντονα, σκεφτόταν πολλά καινούργια πράγματα. 'Εμοιαζε σαν να είχε ξεφύγει εντελώς από τον εαυτό του. Οι παλιές του σκέψεις, πεποιθήσεις, προτιμήσεις και αντιπάθειες, όσα σεβόταν και όσα αποστρεφόταν είδαν επιτέλους το αληθινό φως! Φαίνονταν ποταπά και παιδαριώδη, ψεύτικα και γελοία. Ξεφάντωνε με τη νέα σοφία ενώ καθόταν πλάι στον άνδρα που είχε σκοτώσει. Λογομαχούσε με τον εαυτό του για όλα τα πράγματα του κόσμου, με εκείνο το είδος διεστραμμένης διαύγειας που παρατηρούμε σε κάποιους τρελούς.
[...]


Τζόζεφ Κόνραντ, 'Ενα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου (μτφρ. Γ. Λαμπράκος, έκδ. 8, σσ. 52-53).

Σάββατο 14 Φεβρουαρίου 2015

και να μην αγγιχτούμε



Ουκ αν των παρόντων ηδέων
ηδέως καταφρονήσωμεν,
ει μη της του Θεού γλυκύτητος
εν πάσει αισθήσει και πληροφορία
γευσώμεθα *


Βγάλε μια βόλτα το ζώο
και τάισέ το

α παρντόν ξἐχασα
εσύ θρώσκεις άνω

έλα σπίτι μου τότε
να μείνουμε όλη νύχτα ξύπνιοι
και νηστικοί
και να μην αγγιχτούμε


Αύγ. Κορτώ, Ο ταξιτζής των ουρανών (έκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2012, σ. 14).


-----
* Το motto εκ του Διαδόχου Φωτικής, παράθεμα στο: Σύγχρονες αγιορείτικες μορφές: Ισαάκ Διονυσιάτης (έκδ. Ι.Μ. Παρακλήτου, Ωρωπός 1971, σ. 35).


Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2015

ο φόβος



οι δύο άνδρες τα πήγαιναν καλά 
μεταξύ τους, 
καθώς τους ένωνε η βλακεία 
και η τεμπελιά τους *

[...]
Η επιτυχής ενασχόληση ακόμα και με τα απλά υλικά προβλήματα απαιτεί περισσότερη πνευματική ηρεμία και θάρρος απ' ό,τι φαντάζεται κανείς.
[...]
Ο φόβος πάντα μένει. 'Ενας άνθρωπος μπορεί να καταστρέψει τα πάντα μέσα του, την αγάπη και το μίσος και την πίστη, ακόμα και την αμφιβολία∙ όσο ζεί, ωστόσο, δεν μπορεί να καταστρέψει τον φόβο: φόβο αδιόρατο, άφθαρτο και τρομερό, που διαποτίζει το είναι του, που χρωματίζει τις σκέψεις του, που παραφυλάει στην καρδιά του, που παρακολουθεί στα χείλη του τον αγώνα της τελευταίας του πνοής.


Τζόζεφ Κόνραντ, 'Ενα προκεχωρημένο φυλάκιο της προόδου (μτφρ. Γ. Λαμπράκος, έκδ. 8, σσ. 14, 40.-Το motto εκ της σ. 17).

Παρασκευή 6 Φεβρουαρίου 2015

το διήγημα

'Οταν ο Τζόρτζιο είδε το πρώτο του διήγημα τυπωμένο στην εφημερίδα αγόρασε δύο φύλλα. [...] Η εφημερίδα έμεινε τώρα στο τραπέζι κάτω από ένα άτονο φώς. Ο κύριος Αντόνιο, ήδη με βλέμμα άπληστο, κοίταζε σε μια άκρη του τραπεζιού, το «σταυρόλεξο», που δεν τολμούσε ακόμη να πάρει στα χέρια του. Η κυρία Λουΐζα εξαφανίστηκε, μάλλον πηγαίνοντας στο κρεβάτι. Ο γάτος σηκώθηκε και πέρασε με ένα χασμουρητό πάνω στην εφημερίδα.
"Μα τι παλιόπαιδο. Με κούρασε ενώ ήθελα να διαβάσω κάτι τόσο όμορφο σαν το διήγημά σας", ξανάρχισε ο κύριος Αντόνιο απέναντι στον δύστυχο Πιερίνο. "Σήμερα έκανε ό,τι μπορούσε. Τού αγοράζουμε μελάνι και εκείνος το χύνει πάνω στα καινούργια παντελόνια. Είχε ένα στυλό και άφηνε να τού το κλέψουν στο σχολείο. Δεν κάνει πλέον καμία προσπάθεια. Είναι ανόρεχτος, αφηρημένος. Πόσο πρέπει να ήταν ευτυχείς γονείς οι δικοί σας, με ένα τέτοιο γιό. Αλλά δεν μπορούν όλοι να έχουν αυτή την τύχη. Εκείνος στην «έκθεση» είναι πάντα «ανεπαρκής». 'Εφθασε να πεί ότι «η Ιλιάδα είναι μια ανοησία»".
Εκείνη τη στιγμή το παλιόπαιδο ξαναφάνηκε, με τα μαλλιά αναστατωμένα στο σβέρκο και ριγμένα στα μάτια. Και καθώς δεν τού ξέφυγε η τελευταία πρόταση, ετόλμησε: "Ναί, ναί. Είναι μια βλακεία. Φαντάσου τον Αχιλλέα, από την λύπη του για τον θάνατο του φίλου του, ένας ήρωας, να τραβάει τα μαλλιά του και να σκεπάζεται με στάχτη. Και ο καθηγητής να επιμένει πως εκείνοι οι καιροί ήταν πολιτισμένοι". Και τό 'σκασε, παίρνοντας με σβελτάδα την εφημερίδα που βρισκόταν ακόμη κάτω από το βάρος του τεμπέλικου γάτου, λέγοντας «καληνύχτα» στον Τζόρτζιο και στον πατέρα. Για τη ματαιοδοξία του νεαρού συγγραφέα, επιτέλους λοιπόν, μια μικρή νίκη.
Το ενδιαφέρον εκείνου του παιδιού, που αγαπούσε, τού φαινόταν τώρα πιο ειλικρινές από ό,τι έδειξαν όλοι οι άλλοι. Η Ιλιάδα μια βλακεία και το διήγημά του αντίθετα, το διεκδίκησε από τον αφηρημένο πατέρα, το άρπαξε με βουλιμία τώρα για να το διαβάσει μοναχικά πριν κοιμηθεί. Εκείνος πάντα τό 'λεγε πως η "Τέχνη είναι κάτι αγνό, ένα θείο δώρο, κάτι που το καταλαβαίνουν καλύτερα πλάσματα απλά, όπως τα παιδιά, παρά οι «χοντρο-αστοί»".
Φόρεσε αργά το παλτό, το κασκόλ, τα γάντια, προγευόμενος την εικόνα του Πιερίνο απορροφημένου από την ανάγνωση του δικού του διηγήματος. Πράγματι, μπροστά στο δωμάτιο του αγοριού, από την ησυχία και την ακίνητη σκιά του, καθισμένου στο κρεβάτι, που διακρινόταν πίσω από τα αδιαφανή τζάμια της πόρτας, ο Τζόρτζιο ένοιωθε επιτέλους ασφαλής, σχεδόν ευτυχής που τον αγαπούσαν.
Αλλά όταν μπήκε για να χαιρετήσει βρήκε τον νεαρό του φίλο βυθισμένο στην ανάγνωση ενός βιβλίου, με την εφημερίδα πεταγμένη σε μια γωνιά. Πλησίασε περισσότερο. 'Ηταν ένα βιβλίο του Σαλγκάρι. Πικραμένος ρώτησε καθαρά: "Το διηγηματάκι, δεν το διαβάζεις;".  "'Ω! Το βαριέμαι", απάντησε ειλικρινά το αγόρι με ένα γλυκύτατα προκλητικό ύφος,  "δεν θα πείς πως είναι καλύτερο από τον «Τίγρη της Μαλαισίας», έ; ". "'Οχι, όχι. 'Εχεις δίκιο", αναγνώρισε μελαγχολικά ο Τζόρτζιο. Και δεν μπόρεσε να μη τού δώσει ένα φιλί.


Σάντρο Πέννα, “Το διήγημα”, στο: Λίγος πυρετός (έκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 1986, σσ. 18, 20-22).

Δευτέρα 2 Φεβρουαρίου 2015

ο Παύλος από μέσα



'Ολοι του λέγανε Παύλο
μην είσαι κακός με τους ανθρώπους
μη διώχνεις φίλους
μην κλείνεις πόρτες μην καις γέφυρες
θα μείνεις μόνος κάποια μέρα

μα ο Παύλος ανένδοτος
τσακωνόταν έβριζε έσπερνε έριδες
έριχνε κατάρες και φθονούσε
λες και ήτανε φαρμακωμένο το αίμα του

όπως ήταν επόμενο
ο Παύλος πέθανε ολομόναχος
δίχως καν σκύλο
ούτε σκύλος δεν τον άντεχε
και κανείς δεν πήρε μυρωδιά

την πρώτη μέρα δηλαδή
γιατί μετά
το πτώμα του άρχισε να πρήζεται
άσπρισε πρασίνισε έλιωσε το μούτρο
κι απ' την αποφορά τον βρήκαν οι γειτόνοι

οι άνθρωποι του γραφείου κηδειών
που ήρθαν να τον πάρουν βλαστημήσανε
του ρίξανε το τελευταίο σκατοψύχι
γιατί απ' την αποσύνθεση
κάθε κόχη ζεστή στο ψοφίμι
είχε τσαμπιά τσαμπιά τα σκουληκάκια
τα λευκά

μα όταν τα κάνουν πέρα με το χέρι
και πήρανε το λέσι κι έφυγαν
τα σκουληκάκια τα λευκά
τον θρήνησαν γοερά

ήταν καλός ο Παύλος από μέσα


Αύγ. Κορτώ, Ο ταξιτζής των ουρανών (έκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2012, σσ. 34-35).