Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2017

ίνα τι άρσεν και θήλυ;


Ως γνωστόν η σύστασις του γάμου συσχετίζεται με την δημιουργίαν του ανθρώπου και την πτώσιν αυτού [σημ. 366].

Η δίμορφος αύτη πραγματικότης αποτελεί το υπόβαθρον του γάμου. Το γεγονός ότι ο Θεός διήρεσε την ανθρωπίνην φύσιν εις δύο φύλα (Γεν. β΄ 21-24) («άρσεν και θήλυ εποίησεν αυτούς» (Γεν. α΄ 27)), είναι προϋπόθεσις διά την πραγματοποίησιν του γάμου και της παιδοποιΐας μετά την πτώσιν.

Η σύστασις του γάμου, ο οποίος εδόθη εις τον άνθρωπον μετά την πτώσιν, αποτελεί το «δώρον της φύσεως», διά την αλληλοσυμπλήρωσιν των δύο φύλων και την θεραπείαν των σαρκικών ορμών των [σημ. 369] και επίσης διά τον πολλαπλασιασμόν του ανθρωπίνου γένους [σημ. 370].

Ως προς τας μετά την πτώσιν υφισταμένας ανάγκας των ανθρώπων, καθώς παρατηρεί ο ιερός Χρυσόστομος, «Θεός αυτά συνεχώρησε και γέγονεν εν καιρώ χρήσιμα».

*

[σημ. 366: Γεν. δ΄ 1. Έχουν γραφή πολλά περί του θέματος τούτου. Εις τα νεώτερα θεολογικά συγγράμματα είναι παρούσα μία έντονος τάσις αντιδιαστολής των θεολογικών απόψεων περί της συστάσεως του γάμου.

Η ακραία ασκητική αντίληψις του εγγάμου βίου ως υποβαθμισμένου θεσμού, περιωρισμένου αποκλειστικώς εις την παιδοποιΐαν, προεκάλεσε την άλλην ακραίαν αντίληψιν, η οποία απορρίπτει την σχέσιν του γάμου με το προπατορικόν αμάρτημα. Κατά την γνώμην μας η αντιδιαστολή αύτη προέκυψεν αφ' ενός από την παρερμηνείαν της σχετικής πατερικής διδασκαλίας και, αφ' ετέρου, από την λανθασμένην αντιμετώπισιν εκ μέρους της ανωτέρω ασκητικής αντιλήψεως.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας έχουν ήδη παραδώσει σαφή διδασκαλίαν περί του προβλήματος του γάμου. Ο μεταπτωτικός γάμος εισήχθη διά να πολλαπλασιάζωνται οι άνθρωποι.

Εκθέτων την βιβλικήν και την πατερικήν διδασκαλίαν επ' αυτού ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής συνοψίζει: «Επειδή ο προηγούμενος σκοπός του Θεού ήν του μη διά γάμου γεννάσθαι ημάς, η δε παράβασις της εντολής τον γάμον εισήγαγε διά το ανομήσαι τον Αδάμ, τουτέστιν αθετήσαι τον εκ Θεού δοθέντα αυτώ νόμον...» (Ερωταποκρίσεις, Α, 3, ΕΠΕ 14Α, 280).

Επομένως, η πεπτωκυία φύσις του ανθρώπου συνιστά το αίτιον της παιδοποιΐας διά του βιολογικού τρόπου (Βλ. Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, 17, ΕΠΕ 5, 126), όμως ο τρόπος ούτος ταυτοχρόνως αποτελεί «μίαν φυσικήν αναγκαιότητα» και διά τούτο αποτελεί «σαρκικόν και φύσεως, αλλ' ού χάριτος δώρον» (Βλ. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων, 1, 1, ΕΠΕ 2, 112).

Άρα, παρ' ό,τι ο γάμος εισάγεται «διά το ανομήσαι τον Αδάμ», τούτο δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία περιφρονεί ή υποτιμά αυτόν, αλλά τον ευλογεί και τον μετατρέπει εις «Μυστήριον Μέγα» (Πρβλ. Π. Νέλλα, Ζώον Θεούμενον, Αθήνα 1979, σ. 83).

[σημ. 369: Οι Πατέρες της Εκκλησίας άνευ εξαιρέσεων συμφωνούν ότι ο γάμος εδόθη εις τους ανθρώπους ως συγκαταβάσεως δώρον κατ' αρχάς διά την υπέρβασιν της μεταπτωτικής ανθρωπίνης φύσεως, ενώ η παιδοποιΐα ακολουθεί ως αποτέλεσμα του πρώτου. Εν σχέσει με αυτά ο ιερός Χρυσόστομος χαρακτηριστικώς σημειώνει: «Εδόθη μεν ουν και παιδοποιΐας ένεκεν ο γάμος, πολλώ δε πλέον υπέρ του σβέσαι την της φύσεως πύρωσιν. Και μάρτυς ο Παύλος λέγων: “Διά δε τας πορνείας έκαστος την εαυτού γυναίκα εχέτω” (Α΄ Κορ. ζ΄2), ου διά τας παιδοποιΐας» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Περί παρθενίας, ιθ΄, ΕΠΕ 29, 504-506).]

[σημ. 370: «Προ της αμαρτίας μήτε τόκον ιστορείσθαι, μήτε ωδίνας, μήτε την προς παιδοποιΐαν ορμήν, απωκισθέντων δε του παραδείσου μετά την αμαρτίαν και της γυναικός τη τιμωρία των ωδινών κατακριθείσης, ούτως ελθείν τον Αδάμ εις γνώναι γαμικώς την ομόζυγον, και τότε της παιδοποιΐας την αρχήν γενέσθαι» (Γρηγορίου Νύσσης, Περί κατασκευής του ανθρώπου, ιζ΄, ΕΠΕ 5, 126).]

Νέναντ Μιλόσεβιτς, Η θεία Ευχαριστία ως κέντρον της θείας λατρείας. Η σύνδεσις των μυστηρίων μετά της θείας Ευχαριστίας (έκδ. Πουρναρά, Θεσσαλονίκη 2001, σσ. 203-205).

Δεν υπάρχουν σχόλια: